κελευθοπόρος

From LSJ
Revision as of 13:35, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart

Menander, Monostichoi, 160
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κελευθοπόρος Medium diacritics: κελευθοπόρος Low diacritics: κελευθοπόρος Capitals: ΚΕΛΕΥΘΟΠΟΡΟΣ
Transliteration A: keleuthopóros Transliteration B: keleuthoporos Transliteration C: kelefthoporos Beta Code: keleuqopo/ros

English (LSJ)

ὁ, wayfarer, AP7.337.

German (Pape)

[Seite 1414] ὁ, der Wanderer, Ep. ad. 664 (VII, 337).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
voyageur.
Étymologie: κέλευθος, πορεύομαι.

Russian (Dvoretsky)

κελευθοπόρος:путник, странник Anth.

Greek (Liddell-Scott)

κελευθοπόρος: ὁ, ὡς τὸ πεζολογικὸν ὁδοιπόρος, Ἀνθ. Π. 7. 337.

Greek Monolingual

κελευθοπόρος, ὁ (Α)
επιγρ. οδοιπόρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέλευθος + -πόρος (< πόρος «οδός, πέρασμα, θάλασσα»), πρβλ. αλιπόρος, οδοιπόρος.

Greek Monotonic

κελευθοπόρος: ὁ, οδοιπόρος, σε Ανθ.

Middle Liddell

κελευθο-πόρος, ὁ,
a wayfarer, Anth.