λεπτομέρεια

From LSJ
Revision as of 11:10, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λεπτομέρεια Medium diacritics: λεπτομέρεια Low diacritics: λεπτομέρεια Capitals: ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΑ
Transliteration A: leptoméreia Transliteration B: leptomereia Transliteration C: leptomereia Beta Code: leptome/reia

English (LSJ)

ἡ, a consisting of small particles, Ti.Locr.98e, Placit. 1.7.34, al.; of the soul, Epicur.Ep.1p.20U.

German (Pape)

[Seite 30] ἡ, das Bestehen aus seinen Theilen; Tim. Locr. 98 e; Plut.

Russian (Dvoretsky)

λεπτομέρεια:расчлененность на мелкие частицы (τοῦ πυρός Plat.; τῆς τῶν εἰδώλων φύσεως Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

λεπτομέρεια: ἡ, τὸ συνίστασθαι ἐκ μικρῶν μερῶν, Τίμ. Λοκρ. 98Ε, Πλούτ. 2. 822Α.

Greek Monolingual

η (AM λεπτομέρεια Α και λεπτομερία) λεπτομερής
νεοελλ.
1. μικρό, ιδίως δευτερεύον και επουσιώδες, μέρος ενός συνόλου («συζητήθηκαν οι λεπτομέρειες του νομοσχεδίου»)
2. συν. στον πληθ. οι λεπτομέρειες
οι μερικότητες, τα επιμέρους, τα καθέκαστα
3. φρ. «με κάθε λεπτομέρεια» — λεπτομερώς, επακριβώς
μσν.-αρχ.
το να αποτελείται κάτι από μικρά μέρη.