σύμμιγμα

From LSJ
Revision as of 14:50, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

ἢν μή τις ὥσπερ σφηκιὰν βλίττῃ με κἀρεθίζῃ → may no one squeeze me and tease me like a wasp | may no one smoke me and tease me like a wasp | but if anyone annoys me and rifles my nest, they'll find a wasp inside | still if you wake a wasps' nest then of wasps you must beware

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύμμιγμα Medium diacritics: σύμμιγμα Low diacritics: σύμμιγμα Capitals: ΣΥΜΜΙΓΜΑ
Transliteration A: sýmmigma Transliteration B: symmigma Transliteration C: symmigma Beta Code: su/mmigma

English (LSJ)

ατος, τό, commixture, Plu.2.922a, 955a.

German (Pape)

[Seite 982] τό, das Gemischte, die Mischung, Zusammensetzung, καὶ φύραμα Plut. fac. orb. lun. 5.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
mélange.
Étymologie: συμμίγνυμι.

Russian (Dvoretsky)

σύμμιγμα: ατος τό смесь (ἀέρος καὶ πυρός Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

σύμμιγμα: τό, μῖγμα, τὴν ἔγγιστα γῆν ὁρῶσιν ἀέρων καὶ ὑδάτων καὶ ἡλίου καὶ θερμότητος ἀνάπλεων σύμμιγμα καὶ συμφόρημα γεγενημένην Πλούτ. 2. 955Α, πρβλ. 922Α.

Greek Monolingual

το, ΝΑ, και σύμμειγμα Ν
το μίγμα («ἀνάπλεων σύμμιγμα καὶ συμφόρημα γεγενημένην», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. συμμιγ- του συμμιγνύω «αναμιγνύω, ανακατεύω» + κατάλ. -μα].