μαρμαρόεις

From LSJ
Revision as of 16:56, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

τὸ δ' ἐξαίφνης τὸ ἐν ἀναισθήτῳ χρόνῳ διὰ μικρότητα ἐκστάν → suddenly refers to what has departed from its former condition in a time imperceptible because of its smallness

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μαρμᾰρόεις Medium diacritics: μαρμαρόεις Low diacritics: μαρμαρόεις Capitals: ΜΑΡΜΑΡΟΕΙΣ
Transliteration A: marmaróeis Transliteration B: marmaroeis Transliteration C: marmaroeis Beta Code: marmaro/eis

English (LSJ)

εσσα, εν, = μαρμάρεος, Ὀλύμπου μ. αἴγλαν S.Ant.610 (lyr.).

French (Bailly abrégé)

όεσσα, όεν;
brillant, resplendissant.
Étymologie: μάρμαρος.

Russian (Dvoretsky)

μαρμᾰρόεις: όεσσα, όεν блистающий, сверкающий (Ὀλύμπου αἴγλα Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

μαρμᾰρόεις: εσσα, εν, = μαρμάρεος, Ὀλύμπου μ. αἴγλαν Σοφ. Ἀντ. 610.

Greek Monolingual

μαρμαρόεις, -εσσα, -εν (Α)
μαρμάρεος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάρμαρος + κατάλ. -όεις (πρβλ. αστερ-όεις)].

Greek Monotonic

μαρμᾰρόεις: -εσσα, -εν, = μαρμάρεος, σε Σοφ.

Middle Liddell

μαρμᾰρόεις, εσσα, εν = μαρμάρεος, Soph.]

German (Pape)

εσσα, εν, = μαρμάρεος, schimmernd, glänzend, Ὀλύμπου μαρμαρόεσσαν αἴγλαν, Soph. Ant. 606; Hesych. erkl. λάμπων.