μεταρσιολέσχης

From LSJ
Revision as of 13:19, 10 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)ΕΤΥΜΟΛ\.(.*?)\]\]\)\. }}" to "ΕΤΥΜΟΛ.$1]]]. }}")

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεταρσιολέσχης Medium diacritics: μεταρσιολέσχης Low diacritics: μεταρσιολέσχης Capitals: ΜΕΤΑΡΣΙΟΛΕΣΧΗΣ
Transliteration A: metarsioléschēs Transliteration B: metarsioleschēs Transliteration C: metarsioleschis Beta Code: metarsiole/sxhs

English (LSJ)

ου, ὁ, = μετεωρολέσχης, Pl.Sis.389a.

German (Pape)

[Seite 153] ὁ, = μετεωρολέσχης, der über Erhabenes, über himmlische Dinge schwatzt, Plat. Sis. 389 a.

Russian (Dvoretsky)

μεταρσιολέσχης: ου ὁ болтающий о возвышенном, небесном Plat.

Greek (Liddell-Scott)

μεταρσιολέσχης: -ου, ὁ, = μετεωρολέσχης, Πλάτ. Σίσυφ. 389Α.

Greek Monolingual

μεταρσιολέσχης, ὁ (Α)
αυτός που αερολογεί σχετικά με τα υψηλά και ουράνια θέματα, ο μετεωρολέσχης («τοὺς μεταρσιολέσχας ἅπαντας οἶσθα ζητοῦντας, πότερον ἄπειρός ἐστιν ἤ πέρας ἔχων», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετάρσιος «ασταθής, μάταιος» + -λεσχης (< λέσχη «τόπος συνάθροισης, συζήτηση»), πρβλ. αδολέσχης, μετεωρολέσχης].