μεταντλέω

Revision as of 14:15, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

English (LSJ)

draw from one vessel into another, εἰς ἀγγεῖα Gp.9.19.8: metaph., of Τύχη, AP9.180 (Pall.).

German (Pape)

[Seite 151] umschöpfen, aus einem Gefäß in ein anderes schöpfen, Pallad. 72 (IX, 180).

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
transvaser.
Étymologie: μετά, ἀντλέω.

Russian (Dvoretsky)

μεταντλέω: переливать, перецеживать Anth.

Greek (Liddell-Scott)

μεταντλέω: ἀντλῶ καὶ μεταφέρω ἐξ ἑνὸς ἀγγείου εἰς ἕτερον, μεταγγίζω, Ἀνθ. Π. 9. 180.

Greek Monotonic

μεταντλέω: μέλ. -ήσω, αντλώ και μεταφέρω το υγρό από ένα δοχείο σε άλλο, σε Ανθ.

Middle Liddell

fut. ήσω
to draw from one vessel into another, Anth.