μηροτυπής

From LSJ
Revision as of 14:00, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

κεραυνὸν ἐν γλώττῃ φέρειν → carry a thunderbolt on his tongue

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μηροτῠπής Medium diacritics: μηροτυπής Low diacritics: μηροτυπής Capitals: ΜΗΡΟΤΥΠΗΣ
Transliteration A: mērotypḗs Transliteration B: mērotypēs Transliteration C: mirotypis Beta Code: mhrotuph/s

English (LSJ)

ές, striking the thigh, κέντρον AP9.274 (Phil.).

German (Pape)

[Seite 178] ές, die Schenkel schlagend, stechend, κέντρον, Philp. 59 (IX, 274).

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui frappe la cuisse.
Étymologie: μηρός, τύπτω.

Russian (Dvoretsky)

μηροτῠπής: колющий в бедро (κέντρον Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

μηροτῠπής: -ές, ὁ τύπτων τὸν μηρόν, κέντρον Ἀνθ. Π. 9. 274.

Greek Monolingual

μηροτυπής, -ές (Α)
αυτός που χτυπάει τους μηρούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μηρός + -τυπής (< τύπτω «χτυπώ» πρβλ. πλευροτυπής, χειροτυπής].

Greek Monotonic

μηροτῠπής: -ές (τύπτω), αυτός που χτυπά τον μηρό, σε Ανθ.

Middle Liddell

μηρο-τῠπής, ές τύπτω
striking the thigh, Anth.