νηοκόρος
From LSJ
τῶν Λειβηθρίων ἀμουσότερος → more uncultured than Leibethrans, more uncultured than the people of Leibethra, lowest degree of mental cultivation
English (LSJ)
ον, (νηός) poet. for νεωκόρος, ib.9.22 (Phil.).
Russian (Dvoretsky)
νηοκόρος: ὁ ион. Anth. = νεωκόρος II.
Greek (Liddell-Scott)
νηοκόρος: -ον, (νηὸς) ποιητ. ἀντὶ τοῦ νεωκόρος, Ἀνθ. Π. 9. 22.
Greek Monolingual
νηοκόρος, -ον (Α)
(ποιητ. τ.) βλ. νεωκόρος.
Greek Monotonic
νηοκόρος: -ον (νηός), ποιητ. αντί νεωκόρος, σε Ανθ.
Middle Liddell
νηο-κόρος, ον, νηός [poetic for νεωκόρος, Anth.]
German (Pape)
ion. = νεωκόρος, Philip. 26 (IX.22).