πεζοθηρικός

From LSJ
Revision as of 13:49, 29 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ")

οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills | men are not right in hating death, which is the greatest succour from our many ills

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεζοθηρικός Medium diacritics: πεζοθηρικός Low diacritics: πεζοθηρικός Capitals: ΠΕΖΟΘΗΡΙΚΟΣ
Transliteration A: pezothērikós Transliteration B: pezothērikos Transliteration C: pezothirikos Beta Code: pezoqhriko/s

English (LSJ)

ή, όν, of or for the hunting of land-animals (opp. fishing), τὸ π. εἶδος Pl.Sph. 220a (but πεζο-θηρία, ἡ, ib.223b, is prob. spurious).

German (Pape)

[Seite 542] ή, όν, zur Landjagd gehörig, Plat. Soph. 220 a.

Russian (Dvoretsky)

πεζοθηρικός: относящийся к сухопутной охоте, охотничий Plat.

Greek (Liddell-Scott)

πεζοθηρικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὴν θήραν χερσαίων ζῴων (κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸν ἀνήκοντα εἰς τὴν ἁλιείαν) Πλάτ. Σοφιστ. 220Α· ― πεζοθηρία, ἡ, αὐτόθι 223Β, εἶναι πιθ. νόθον.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο κυνήγι χερσαίων ζώων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεζός + -θηρικός (< -θηρία < θήρ), πρβλ. ζωο-θηρικός].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πεζοθηρικός -ή -όν [πεζοθηρία] betreffende de jacht op landdieren.