πολυσθενής
μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale
English (LSJ)
ές, of great might, νηῶν ὅπλον Epic.Alex.Adesp.9 ii 11, cf. Luc.Trag.192, Q.S.2.205, al. σῐνής, ές, (σίνομαι) very hurtful, baneful, κύων A.Ch.446 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 673] ές, viel vermögend, Qu. Sm. 2, 205 u. öfter.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
très fort.
Étymologie: πολύς, σθένος.
Russian (Dvoretsky)
πολυσθενής: весьма сильный, могучий (θεά Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
πολυσθενής: -ές, ὁ ἔχων πολὺ σθένος, Λουκ. Τραγῳδ. 192, Κόϊντ. Σμ. 2. 205.
Greek Monolingual
-ές, ΝΑ, και επικ. τ. πουλυσθενής Α
νεοελλ.
χημ. αυτός του οποίου το σθένος είναι πάνω από ένα
αρχ.
αυτός που έχει πολύ σθένος, πολλή δύναμη, πολύ ισχυρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -σθενής (< σθένος)].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολυσθενής -ές [πολύς, σθένος] heel machtig.