πονητικός

From LSJ
Revision as of 11:09, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πονητικός Medium diacritics: πονητικός Low diacritics: πονητικός Capitals: ΠΟΝΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: ponētikós Transliteration B: ponētikos Transliteration C: ponitikos Beta Code: ponhtiko/s

English (LSJ)

πονητική, πονητικόν, laborious, ὁ τῶν γυναικῶν βίος Arist.GA775a33; ὅσα π. τῶν ἀρρένων Id.Long.466b12; painstaking, Gal.7.437.

German (Pape)

[Seite 680] zum Arbeiten gehörig, Sp.

Russian (Dvoretsky)

πονητικός: проводимый в труде, трудовой (ὁ τῶν γυναικῶν βίος Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

πονητικός: -ή, -όν, ὁ εἰς τοὺς πόνους ὑποκείμενος, ὁ πλήρης κόπων, κοπώδης, ὁ τῶν γυναικῶν βίος Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 4. 6, 15, πρβλ. περὶ Μακροβιότ. 5. 6.

Greek Monolingual

-ή -όν, Α πονῶ
ο γεμάτος πόνους και κόπους, επίπονος, επίμοχθος.