σιγμός
Βουλὴν ἅπαντος πράγματος προλάμβανε → Nihil incohes, nisi inito consilio prius → Vor jedem Handeln fasse einen guten Plan
English (LSJ)
ὁ, (σίζω) hissing, as of tortoises, Arist.HA536a7; as a signal, Plu.2.593b; in Magic, Plot.2.9.14; in Gramm., of sibilants, D.T.631.18, Phld.Po.Herc.994.33, S.E.M.1.102.
German (Pape)
[Seite 878] ὁ, das Zischen, Arist. H. A. 4, 9; der Zischlaut, S. Emp. adv. gramm. 102; auch σισμός, Sp.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
sifflement.
Étymologie: σίζω.
Russian (Dvoretsky)
σιγμός: ὁ
1 свист (sc. τῶν χελωνῶν Arst.);
2 свистящее звучание (sc. τοῦ σίγμα Sext.).
Greek (Liddell-Scott)
σιγμός: ὁ, (σίζω) τὸ σίζειν, σύριγμα, ἢ συριστικὸς ἦχος, οἷος ὁ τῶν χελωνῶν,· Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 9, 9· ὡς σημεῖον, Πλούτ. 2. 593Β· παρὰ τοῖς γραμματ., ἐπὶ συριστικῶν γραμμάτων, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 102.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ σίζω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του σίζω, συριστικός ήχος, συριγμός («ἀφίησι... τὰ μὲν συριγμόν,... τὰ δὲ σιγμὸν μικρόν, ὥσπερ αἱ χελῶναι», Αριστοτ.).