συνεστέον
From LSJ
οὔπω Ζεὺς αὐχένα λοξὸν ἔχει → Zeus has not yet turned his neck aside
English (LSJ)
(σύνειμι) one must associate with, Πρωταγόρᾳ Pl.Prt. 313b.
Russian (Dvoretsky)
συνεστέον: adj. verb. к σύνειμι I.
Greek (Liddell-Scott)
συνεστέον: ῥημ. ἐπίθετ. τοῦ σύνειμι (εἰμί), δεῖ συνεῖναι, ὡς ἤδη ἐγνωκὼς ὅτι πάντως συνεστέον Πρωταγόρᾳ Πλάτ. Πρωτ. 313Β.
Greek Monotonic
συνεστέον: ρημ. επίθ. του σύνειμι (εἰμί, Λατ. sum), πρέπει κάποιος να συντροφεύσει κάποιον άλλο, τινί, σε Πλάτ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συνεστέον, adj. verb. van σύνειμι, men moet omgaan met, met dat.
German (Pape)
adj. verb. von σύνειμι.