τειχοσκοπία
From LSJ
πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher
English (LSJ)
ἡ, looking from the walls: name given to a scene in the third book of the Iliad, Sch.E.Ph.88.
German (Pape)
[Seite 1081] ἡ, das Schauen von der Mauer, Schol. Eur. Phoen. 88; so hieß ein Theil des dritten Gesanges der Iliade.
Russian (Dvoretsky)
τειχοσκοπία: ἡ смотрение со стен (Трои) (обычное заглавие часта III песни «Илиады», ст. 121-244).
Greek (Liddell-Scott)
τειχοσκοπία: ἡ, τὸ σκοπεῖν ἀπὸ τῶν τειχῶν, ὄνομα τῆς γ΄ ῥαψῳδίας (Γ.) τῆς Ἰλιάδος, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Φοιν. 88. 3553. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 433.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ
1. η παρακολούθηση τών κινήσεων του αντιπάλου από τα τείχη
2. σκηνή της ραψωδίας Γ της Ιλιάδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τεῖχος + -σκοπία (< -σκόπος < σκοπός < σκέπτομαι), πρβλ. οιωνοσκοπία].