τράγαινα
From LSJ
Τὰς γὰρ ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῦτον, ἀλλ' ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν → But when people lose their pleasures, I do not consider this life – rather, it is just a corpse with a soul
English (LSJ)
[ᾰγ], ἡ, hermaphrodite, Arist.GA770b35.
German (Pape)
[Seite 1132] ἡ, eine unfruchtbare Zwitterziege, Arist. gen. an. 4, 4.
Russian (Dvoretsky)
τράγαινα: ἡ яловая коза Arst.
Greek (Liddell-Scott)
τράγαινα: [ᾰ], ἡ, αἲξ ἔχουσα θήλεος καὶ ἄρρενος αἰδοῖον, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 4. 4. 15.
Greek Monolingual
ἡ, Α
ερμαφρόδιτη κατσίκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τράγος + κατάλ. -αινα (πρβλ. λέαινα, ύαινα)].