τροχάω
Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous
English (LSJ)
Ep. form of τροχάζω, Arat. 1105, APl.4.275 (Posidipp.), Anacreont.29.6, etc.; of the stars, revolve, Arat.227.
Russian (Dvoretsky)
τροχάω: Anacr. = τροχάζω.
Greek (Liddell-Scott)
τροχάω: Ἐπικ. ἰσοδύναμος τύπος τοῦ τροχάζω, Ἀνακρεόντ. 32. 6, Ἄρατ. 1105, ελπ.· - ἐπὶ τῶν ἀστέρων, κινοῦμαι, περιστρέφομαι, Ἄρατ. 227.
English (Autenrieth)
only part., ἅμα τροχόωντα, running about after me, Od. 15.451†.
Greek Monolingual
(I)
Ν
βλ. τροχίζω.
(II)
Α τροχός ή τρόχος]
1. (επικ. τ.) τροχάζω
2. (για αστέρα) περιστρέφομαι.
German (Pape)
ep. Nebenform von τροχάζω, laufen, Anacr. 29.6; bes. sich im Kreise, in die Runde drehen, dah. auch kreisförmig, rund sein, Arat. 227, und Nic. Th. 166, τροχόωσαν ἅλωνα, runde Tenne.