τρυφητής

From LSJ
Revision as of 16:47, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῠφητής Medium diacritics: τρυφητής Low diacritics: τρυφητής Capitals: ΤΡΥΦΗΤΗΣ
Transliteration A: tryphētḗs Transliteration B: tryphētēs Transliteration C: tryfitis Beta Code: trufhth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, voluptuary, D.S.8.18, Ptol.Tetr.162, Ath.1.7a, Heph.Astr.1.1: also τρῠφ-ητίας, ου, ὁ, Hdn.Epim.137.

Russian (Dvoretsky)

τρῠφητής: οῦ ὁ изнеженный человек, сибарит Diod.

Greek (Liddell-Scott)

τρῠφητής: -οῦ, ὁ, διερχόμενος τὸν ἑαυτοῦ βίον ἐν τρυφαῖς, ἔκδοτος εἰς τρυφήν, φιλήδονος, ἀκόλαστος, Διοδ. Ἐκλογ. 549. 82, Ἀθήν. 7Α· ὡσαύτως τρυφητίας, ου, ὁ, Ἡρῳδιαν. Ἐπιμ. 137, Κ. Μανασσ. Χρον. 6692.

Greek Monolingual

ὁ, Α τρυφῶ
1. άτομο που ζει άνετη και πολυτελή ζωή
2. έκδοτος στις σαρκικές απολαύσεις, φιλήδονος.

German (Pape)

ὁ, der Schwelger, Weichling, Wollüstling, Sp., wie Ath. I.7a.