φευξείω
From LSJ
Νέος ὢν ἀκούειν τῶν γεραιτέρων θέλε → Audi libenter, ipse adhuc iuvenis, senes → Als junger Mann hör' gerne auf die Älteren
English (LSJ)
= φευκτιάω, prob. for φευξιῶ in E.HF628.
German (Pape)
[Seite 1267] Herm. Eur. Herc. fur. 627, = Folgdm.
French (Bailly abrégé)
c. φευκτιάω.
Étymologie: φεύγω.
Russian (Dvoretsky)
φευξείω: [desiderat. к φεύγω иметь желание бежать (οὐ φευξείω φίλους Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
φευξείω: φευκτιάω, ἐκ διορθώσεως τοῦ Portus ἐν Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 628, ἀντὶ φευξιῶ, οὐ γὰρ πτερωτὸς οὐδὲ φευξείω φίλους.
Greek Monolingual
Α
(ποιητ. τ.) φευκτιῶ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φεύγω + κατάλ. -σείω τών εφετικών ρημάτων (πρβλ. πλεξείω: πλέκω)].
Greek Monotonic
φευξείω: εύχομαι να δραπετεύσω (να φύγω), σε Ευρ.