χοιροπώλης
From LSJ
Aristotle, Nicomachean Ethics, 1098a18
English (LSJ)
ου, Dor. -ας, α, ὁ, pig-dealer, Ar.Ach.818, Fr.578.
German (Pape)
[Seite 1362] ὁ, Schweinehändler, dor. χοιροπώλας, Ar. Ach. 783; Poll. 7, 187.
French (Bailly abrégé)
α (ὁ) :
marchand de cochons.
Étymologie: χοῖρος, πωλέω.
Russian (Dvoretsky)
χοιροπώλης: ου, дор. χοιροπώλας, ᾱ ὁ торговец свиньями Arph.
Greek (Liddell-Scott)
χοιροπώλης: Δωρ. ας, α, ὁ πωλῶν χοίρους, χοιροπώλας Μεγαρικὸς Ἀριστοφ. Ἀχ. 818, Ἀποσπ. 485.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ, και δωρ. τ. χοιροπώλας Α
πωλητής χοίρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χοῖρος + -πώλης].
Greek Monotonic
χοιροπώλης: Δωρ. -ας, -α, ὁ (πωλέομαι), αυτός που πουλάει χοίρους, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
πωλέομαι
a pig-jobber, Ar.