Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀκρωλένιον

From LSJ
Revision as of 11:42, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

κοιλία καὶ πολλὰ χωρεῖ κὠλίγα → Ut multa venter accipit, sic paucula → Der Bauch fasst wenig, aber ebenso auch viel

Menander, Monostichoi, 226
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκρωλένιον Medium diacritics: ἀκρωλένιον Low diacritics: ακρωλένιον Capitals: ΑΚΡΩΛΕΝΙΟΝ
Transliteration A: akrōlénion Transliteration B: akrōlenion Transliteration C: akrolenion Beta Code: a)krwle/nion

English (LSJ)

τό, elbow of a net, i.e. outer angle of mesh, X.Cyn.2.6, Poll.5.29.

Spanish (DGE)

-ου, τό
borde o ángulo de la red X.Cyn.2.6, 6.9, Poll.5.29, Them.Or.23.297a.

German (Pape)

[Seite 85] τό, Spitze des Ellnbogens, Poll. 2, 140. Bei Xen. Equ. 2, 7 bedeutet es Netzessaum u. ist wohl in ἀκρολίνιον zu ändern, obwohl Poll. 5, 29 es auch ἄρκυος μέρος erkl.

Russian (Dvoretsky)

ἀκρωλένιον: τό досл. локтевой сгиб, перен. край сети (Xen. - v.l. ἀκρολίνιον).

Greek (Liddell-Scott)

ἀκρωλένιον: τό, τὸ ἄκρον τοῦ ὤμου, ἡ ἀπόφυσις, ἀκρωμία, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 791· ἐπὶ ἵππου, αἱ ὠμοπλάται, Ξεν. Ἱπ. 1. 11· πρβλ. Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 2. 1, 19· οὕτως ἀκρώμιον, το, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 780, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 8. 5, 4· πρβλ. Greenhill, Θεόφιλ. 176, 13.

Greek Monolingual

ἀκρωλένιον, το (Α)
1. το άκρο της ωλένης, ο αγκώνας
2. η άκρη ή εξωτερική γωνία του κυνηγετικού διχτύου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρ(ο)- (Ι) + ὠλένη.