ἀνάδελφος
τὴν πρὶν ἐνεσφρήγισσεν Ἔρως θρασὺς εἰκόνα μορφῆς ἡμετέρης θερμῷ βένθεϊ σῆς κραδίης → the image of my beauty that bold Love earlier stamped in the hot depths of your heart
English (LSJ)
ἀνάδελφον, without brother or sister, E.Or.310, Ph.2.291, Vett. Val.15.6, etc.
Spanish (DGE)
-ον
sin hermano o sin hermana ἀδελφὴ ... ἀ. ἔσται E.IT 475, cf. 613, Or.310, X.Mem.2.3.4, Ph.2.291, Vett.Val.15.6
•subst. τἀνάδελφον la falta de hermanos Plu.2.480e.
German (Pape)
[Seite 186] geschwisterlos, ohne Bruder oder Schwester, Eur. Or. 320 u. öfter; Xen. Mem. 2, 3, 4, dem συνάδελφος entgegengesetzt.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
sans frère ou sœur.
Étymologie: ἀ, ἀδελφός.
Russian (Dvoretsky)
ἀνάδελφος: не имеющий брата или сестры Eur., Xen., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνάδελφος: -ον, ἄνευ ἀδελφοῦ ἢ ἀδελφῆς, Εὐρ. Ὀρ. 310, κτλ.
Greek Monolingual
ἀνάδελφος, -ον (Α)
αυτός που δεν έχει αδελφό ή αδελφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀν- στερ. + ἀδελφός.
Greek Monotonic
ἀνάδελφος: -ον, αυτός που δεν έχει αδέλφια, σε Ευρ.