ἀνεπιστασία

From LSJ
Revision as of 10:59, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

Σοφία δὲ πλούτου κτῆμα τιμιώτερον → Pretiosior res opipus est sapientia → Die Weisheit ist mehr wert als Säcke voller Geld

Menander, Monostichoi, 482
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνεπιστᾰσία Medium diacritics: ἀνεπιστασία Low diacritics: ανεπιστασία Capitals: ΑΝΕΠΙΣΤΑΣΙΑ
Transliteration A: anepistasía Transliteration B: anepistasia Transliteration C: anepistasia Beta Code: a)nepistasi/a

English (LSJ)

ἡ, inattention, thoughtlessness, Pl.Ax.365d; distraction, insensateness (of passion), Phld.Ir.p.33 W.; want of reflection, Simp.in Cael.163.35,al.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
falta de atención συνάπτεις γὰρ ... παρὰ τὴν ἀνεπιστασίαν ἀνεπιλογίστως τῇ ἀναισθησίᾳ αἴσθησιν Pl.Ax.365d
falta de reflexión ἀνοίας ... καὶ ἀνεπιστασίας πεπλήρωται Simp.in Cael.163.35
insensatez Phld.Ir.p.33.

German (Pape)

[Seite 225] ἡ, Unachtsamkeit, Plat. Ax. 365 d.

Russian (Dvoretsky)

ἀνεπιστᾰσία:невнимательность, пренебрежение или опрометчивость Plat.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνεπιστασία: ἡ, ἔλλειψις ἐπιστασίας, ἀλογιστία, ἀπροσεξία, Πλάτ. Ἀξ. 365D. - τὸ μὴ ἐπίστασθαι, «ἐπιφερομένους ἐνίοτε διὰ τὴν ἀνεπιστασίαν εἰς ξύλα καὶ τοίχους» Ἀνών. Εἰλητάρ. Ἡρακλεωτ. μερ. 1, σ. 46Β.

Greek Monolingual

ἀνεπιστασία, (AM)
έλλειψη επιστασίας, επίβλεψης, αμέλεια.