ἀνθρωπάριον
Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
English (LSJ)
τό, Dim. of ἄνθρωπος, manikin, Eup.26D., Ar.Pl.416, Demad.51 (of Demosthenes), Arr.Epict.1.3.5.
Spanish (DGE)
-ου, τό
• Prosodia: [-ᾰρ-]
hombrecillo Eup.329A, Ar.Pl.416, Demad.89 (de Demóstenes), Arr.Epict.1.3.5, M.Ant.3.10, 7.23.
German (Pape)
[Seite 234] τό, dim. von ἄνθρωπος, Menschlein, Ar. Plut. 416.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
petit homme.
Étymologie: dim. de ἄνθρωπος.
Russian (Dvoretsky)
ἀνθρωπάριον: τό человечек Arph.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνθρωπάριον: τό, ὑποκορ. τοῦ ἄνθρωπος, τίθεται περιφρονητικῶς ὡς καὶ νῦν, τολμῶντε δρᾶν ἀνθρωπαρίω κακοδαίμονε Ἀριστοφ. Πλ. 416, ταλαίπωρον ἀνθρωπάριον Ἀρρ. Ἐπικτ. 1. 3. 5.
Greek Monotonic
ἀνθρωπάριον: τό, υποκορ. του ἄνθρωπος, ανθρωπάριο, ανθρωπάκι, σε Αριστοφ.