ἀξιέπαινος
μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible. | Do not yearn, O my soul, for immortal life! Use to the utmost the skill that is yours. | Do not, my soul, strive for the life of the immortals, but exhaust the practical means at your disposal.
English (LSJ)
ον, praiseworthy, Id.Cyr. 3.3.6, D.61.15; χρῆμα, of a dead ox, Ael.NA2.57, etc.: Sup. -ότατος X.HG4.4.6. Adv. -νως Apollon. Vit.Aeschin.11.
Spanish (DGE)
-ον
1 digno de alabanza βασιλεύς X.Ages.1.37, τελευτή X.HG 4.4.6, τὸ μέρος X.Cyr.3.3.6, χρῆμα Ael.NA 2.57, cf. D.61.15, Fauorin.de Ex.2.5.
2 adv. -ως en forma digna de alabanza ἀ. ἐμαχέσατο Apollon.Vit.Aeschin.11.
German (Pape)
[Seite 269] dasselbe, Xen. a. a. O. ἀξιεπαινότατος, vgl. Cyr. 3, 3, 6 u. Sp.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
digne de louange.
Étymologie: ἄξιος, ἔπαινος.
Russian (Dvoretsky)
ἀξιέπαινος: достойный похвалы Xen.
Greek (Liddell-Scott)
ἀξιέπαινος: -ον, ὁ ἄξιος ἐπαίνου, Ξεν. Κύρ. 3. 3, 6, κτλ. ― Ὑπερθ. -ότατος ὁ αὐτ. Ἑλλ. 4. 4, 6. ― Ἐπίρρ. -νως Ἀπολλ. Βί. Αἰσχίν. 16, σ. 43.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ ἀξιέπαινος, -ον)
ο άξιος επαίνου, αυτός που αξίζει να επαινεθεί.
Greek Monotonic
ἀξιέπαινος: -ον, άξιος επαίνου, σε Ξεν.
Middle Liddell
praiseworthy, Xen.