ἀπογείσωμα
From LSJ
Οὐ λύσῃς, ὦ ξένε, τόν ἐν τῆ οἰκία φίλον; (Ου λύσης, ω ξένε, τον εν τη οικία φίλον) → Won't you release the friend?
English (LSJ)
ατος, τό, projecting cornice: metaph. of eyebrows, Arist.PA58b16.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
cornisa saliente fig. de las cejas, Arist.PA 658b16.
Russian (Dvoretsky)
ἀπογείσωμα: ατος τό навес, карниз Arst.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπογείσωμα: το, γεῖσον, γραμμὴ προεξέχουσα ἄνωθεν, Ἀριστ. περὶ Ζ. Μορ. 2. 15, 1.
Greek Monolingual
το (Α ἀπογείσωμα)
προεξοχή στέγης, το γείσο.