ἀπερῶ
From LSJ
Μακάριος, ὅστις ἔτυχε γενναίου φίλου → Generosa amicus mente , felicis bonum → Glückselig ist, wer einen edlen Freund gewinnt
English (LSJ)
Ion. ἀπερέω, v. ἀπεῖπον.
Spanish (DGE)
v. ἀπεῖπον.
French (Bailly abrégé)
v. ἀπεῖπον.
Russian (Dvoretsky)
ἀπερῶ: ион. ἀπερέω fut. к ἀπαγορεύω и ἀπεῖπον.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπερῶ: Ἰων. ἀπερέω, μέλλ. ἄνευ ἐνεστῶτος ἐν χρήσει, ἴδε ἐν λ. ἀπεῖπον.
Greek Monotonic
ἀπερῶ: Ιων. -ερέω, μέλ. χωρίς ενεστ. σε χρήση· βλ. ἀπεῖπον.
German (Pape)
s. ἀπείρω.