ερέω
Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)
Greek Monolingual
ἐρέω και επικ. τ. ἔρομαι, ἐρεείνω (Α)
1. ρωτώ, ζητώ να μάθω, ερευνώ, εξετάζω («ἐρέων γενεήν τε τόκον τε», Ομ. Οδ.)
2. (με αιτ. προσ.) ρωτώ κάποιον («ἀλλ’ ἄγε δή τινα μάντιν ἐρείομεν ἢ ἱερῆα», Ομ. Ιλ.)
3. αναζητώ κάποιον, εξερευνώ, ψάχνω για να βρω κάποιον ή κάτι
4. μέλλ. του εἴρω
5. ασυναίρ. ιων. τ. του μέλλ. του λέγω, ἐρῶ
6. ασυναίρ. ιων. τ. αντί του ενεστ. ἐράω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι θεματικοί ενεστ. ερέω (< ερέ(F)-ω) —με υποτ. ερείομεν (< ερε(F)ο-μεν)- και είρομαι (< έρ(F)ομαι) ανάγονται πιθ. σε αθέμ. έρευ-μι < ΙΕ ereu- «ερευνώ, ζητώ να μάθω, ρωτώ» (πρβλ. ερευνώ, ερωτώ)].