ερέω
Ἐάν γάρ ἀποδιδῷ τις τί ἐστιν αὐτῶν ἑκατέρῳ τό ζῴῳ εἶναι, ἴδιον ἑκατέρου λόγον ἀποδώσει (Aristotle, Categoriae 1a) → For if anyone gives an explanation of what it is for each of them to be an animal, he will give the same explanation of each
Greek Monolingual
ἐρέω και επικ. τ. ἔρομαι, ἐρεείνω (Α)
1. ρωτώ, ζητώ να μάθω, ερευνώ, εξετάζω («ἐρέων γενεήν τε τόκον τε», Ομ. Οδ.)
2. (με αιτ. προσ.) ρωτώ κάποιον («ἀλλ’ ἄγε δή τινα μάντιν ἐρείομεν ἢ ἱερῆα», Ομ. Ιλ.)
3. αναζητώ κάποιον, εξερευνώ, ψάχνω για να βρω κάποιον ή κάτι
4. μέλλ. του εἴρω
5. ασυναίρ. ιων. τ. του μέλλ. του λέγω, ἐρῶ
6. ασυναίρ. ιων. τ. αντί του ενεστ. ἐράω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι θεματικοί ενεστ. ερέω (< ερέ(F)-ω) —με υποτ. ερείομεν (< ερε(F)ο-μεν)- και είρομαι (< έρ(F)ομαι) ανάγονται πιθ. σε αθέμ. έρευ-μι < ΙΕ ereu- «ερευνώ, ζητώ να μάθω, ρωτώ» (πρβλ. ερευνώ, ερωτώ)].