ἀποσποδέω
τῶν λεγομένων τά μέν κατά συμπλοκήν λέγεται, τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς → forms of speech are either simple or composite (Aristotle, Categoriae 1a16-17)
English (LSJ)
A wear quite off, τοὺς ὄνυχας walk one's toes off, Ar. Av.8:—Pass., = ἀπερρίφθαι, ἀποθανεῖν, Hsch. II ἀπεσποδηκότων· φλεγομένων ἐν τῇ τέφρᾳ, Id. (-ικώτων cod.).
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
user, épuiser.
Étymologie: ἀπό, σποδέω.
Russian (Dvoretsky)
ἀποσποδέω: стирать до основания (τοὺς ὄνυχας Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀποσποδέω: ἀφανίζω, καταστρέφω τι ἐκ τῆς πολλῆς χρήσεως, ἀποσποδῆσαι τοὺς ὄνυχας τῶν δακτύλων, ν᾿ ἀφανίσω τοὺς ὄνυχας τῶν δακτύλων μου, Ἀριστοφ. Ὄρν. 8.
Greek Monotonic
ἀποσποδέω: μέλ. -ήσω, φθείρω κάτι εντελώς, το καταστρέφω μέσω της χρήσης· ἀποσποδῆσαι τοὺς ὄνυχας, καταστρέφω φθείροντας τα δάχτυλα των ποδιών μου, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
to wear quite off, ἀπ. τοὺς ὄνυχας to walk one's toes off, Ar.
German (Pape)
abreiben, ἀποσποδῆσαι τοὺς ὄνυχας, sich die Nägel ablaufen, Ar. Av. 8, Schol. ἀφανίσαι. – Bei Hesych. wird ἀπεσποδῆσθαι durch ἁπερρῖφθαι, ἀποθανεῖν erklärt.