ἀτίμωσις
English (LSJ)
[τῑ], εως, ἡ, A dishonouring, c. gen., τραπέζας A.Ag.702 (lyr.); πατρός Id.Ch.435 (lyr.). II = capitis deminutio, capitis diminutio, J.AJ19.1.1.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
• Prosodia: [-τῑ-]
1 deshonra c. gen. τραπέζας A.A.702, πατρός A.Ch.435.
2 pérdida de derechos o privilegios Lys.Fr.Phot.15, de pers. de la orden de los equites I.AI 19.3.
German (Pape)
[Seite 387] ἡ, Entehrung, Beschimpfung, Aesch. Ag. 685 Ch. 429.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
flétrissure, déshonneur.
Étymologie: ἀτιμόω.
Russian (Dvoretsky)
ἀτίμωσις: εως (τῑ) ἡ опозоривание, осквернение, бесчестие Aesch.
Greek (Liddell-Scott)
ἀτίμωσις: [ῑ], -εως, ἡ, τὸ ἀτιμάζειν, ἀτιμία γενομένη εἴς τινα· μετὰ γεν., τραπέζας ἀτίμωσιν Αἰσχύλ. Ἀγ. 702· πατρός δ᾽ ἀτίμωσιν ἆρα τίσει ὁ αὐτ. Χο. 435.
Greek Monotonic
ἀτίμωσις: [ῑ], -εως, ἡ, ατίμωση, ταπείνωση που γίνεται σε κάποιον, με γεν., τραπέζας, πατρός, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
a dishonouring, dishonour done to, c. gen., τραπέζας, πατρός Aesch.