ἐμπολαῖος

From LSJ
Revision as of 16:28, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1]$2.<br")

γῆ καὶ ὕδωρ πάντ' ἔσθ' ὅσα γίνοντ' ἠδὲ φύονται → earth and water are everything that comes into being and grows, all things that come into being or sprout are earth and water

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμπολαῖος Medium diacritics: ἐμπολαῖος Low diacritics: εμπολαίος Capitals: ΕΜΠΟΛΑΙΟΣ
Transliteration A: empolaîos Transliteration B: empolaios Transliteration C: empolaios Beta Code: e)mpolai=os

English (LSJ)

α, ον, of or concerned in traffic, epithet of Hermes as god of commerce, etc., Ar.Ach.816, Pl.1155, Corn.ND16.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ comerciante, BGU 2644.1 (I a.C.)
ὁ Ἐ. Empoleo epít. de Hermes como dios del comercio, Ar.Ach.816, Pl.1155, SEG 30.908 (Olbia V a.C.), Corn.ND 16, cf. Plu.2.777d, Poll.7.15, Hsch.

German (Pape)

[Seite 816] zum Handel gehörig; so heißt Hermes als Schutzgott des Handels, Ar. Plut. 1155 Ach. 816 u. Sp.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
]qui préside au commerce.
Étymologie: ἐμπολή.

Russian (Dvoretsky)

ἐμπολαῖος: торговый, покровительствующий торговле (эпитет Гермеса) Arph., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμπολαῖος: -α, -ον, ἀνήκων ἢ ἐνδιαφερόμενος εἰς τὸ ἐμπόριον, ἐπίθ. τοῦ Ἑρμοῦ ὡς θεοῦ τοῦ ἐμπορίου, κτλ., Ἀριστοφ. Ἀχ. 816, Πλοῦτ. 1155, πρβλ. ἀγοραῖος, κερδῷος.

Greek Monolingual

ἐμπολαῖος, -α, -ον (AM)
(ως επίθ. του Ερμή) αυτός που ανήκει στο εμπόριο ή το προστατεύει (α. «Ἐρμᾱ 'μπολαῑε», Αριστοφ.
β. «ἐμπορευτικὸς καὶ ἐμπολαῖος καὶ κερδῷος», Ευστάθ.).

Greek Monotonic

ἐμπολαῖος: -α, -ον, αυτός που έχει σχέση με το εμπόριο, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

ἐμπολαῖος, η, ον adj
concerned in traffic, Ar. [from ἐμπολάω