ἐπαύξησις
English (LSJ)
εως, ἡ, increase, increment, τῶν δικαίων Pl.Lg.957d; τῆς φορολογίας PTeb. 27.47 (ii B.C.); τῶν μέτρων Plu. Sol.15; εἰς τὴν ἐ. τῶν πολιτῶν to their profit, Plb.5.88.6.
German (Pape)
[Seite 906] ἡ, = ἐπαύξη, Plat. Legg. XII, 957 d; Vergrößerung, τῶν μέτρων Plut. Sol. 15. Bei Pol. 5, 88, 6 εἰς τὴν ἐπ. τῶν πολιτῶν = zum Nutzen der Bürger.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
croissance, accroissement, agrandissement.
Étymologie: ἐπαυξάνω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπαύξησις: εως ἡ
1 рост, увеличение, расширение (τῶν δικαίων Plat.; τῶν μέτρων Plut.);
2 выгода, польза, благо (εἰς τὴν ἐπαύξησιν τῶν πολιτῶν Polyb.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπαύξησις: -εως, ἡ, αὔξησις τῶν δικαίων, Πλάτ. Νόμοι 957D· τῶν μέτρων Πλουτ. Σόλων 15· εἰς τὴν ἐπ. τῶν πολιτικῶν, εἰς ὠφέλειαν αὐτῶν, Πολύβ. 5. 88, 6.
Greek Monotonic
ἐπαύξησις: -εως, ἡ, αύξηση, ανάπτυξη, μεγάλωμα, σε Πλάτ.