ἑλίγδην
νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
English (LSJ)
Adv., (ἑλίσσω) whirling, rolling, A.Pr.882 (anap.); cf. εἱλίγδην.
Spanish (DGE)
adv. en círculo τροχοδινεῖται δ' ὄμμαθ' ἑ. A.Pr.882; cf. εἱλίγδην.
German (Pape)
[Seite 797] gewunden, Aesch. Prom. 884.
French (Bailly abrégé)
adv.
en roulant dans leurs orbites en parl. d’yeux égarés.
Étymologie: ἑλίσσω.
Russian (Dvoretsky)
ἑλίγδην: adv. кружась, вращаясь: τροχοδινεῖται ὄμμαθ᾽ ἑ. Aesch. глаза блуждают вокруг.
Greek (Liddell-Scott)
ἑλίγδην: ἐπίρρ. (ἑλίσσω) περιστοφάδην, τροχοδινεῖται δ’ ὄμμαθ’ ἑλίγδην Αἰσχύλ. Πρ. 882.
Greek Monolingual
(Α ἑλίγδην)
επίρρ. με περιστροφική κίνηση
νεοελλ.
φρ. «ελίγδην πλους» — πλους με ελιγμούς για την αποφυγή υποβρυχιακών επιθέσεων.
Greek Monotonic
ἑλίγδην: επίρρ. (ἑλίσσω), σπειροειδώς, τυλιχτά, κουλουριαστά, σε Αισχύλ.