ὁρμιηβόλος

From LSJ
Revision as of 19:55, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")

Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau

Menander, Monostichoi, 267
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁρμῐηβόλος Medium diacritics: ὁρμιηβόλος Low diacritics: ορμιηβόλος Capitals: ΟΡΜΙΗΒΟΛΟΣ
Transliteration A: hormiēbólos Transliteration B: hormiēbolos Transliteration C: ormiivolos Beta Code: o(rmihbo/los

English (LSJ)

ον, throwing a line, AP6.196 (Stat. Flacc.), 7.693 (Apollonid.). [ῐ possible in the former, certain in the latter.]

German (Pape)

[Seite 382] die Angelschnur werfend, der Angler; Apollnds. 26 (VII, 693); Flacc. 4 (VI, 196).

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui jette sa ligne, pêcheur à la ligne.
Étymologie: ὁρμιά, βάλλω.

Russian (Dvoretsky)

ὁρμῑηβόλος: ὁ Anth. = ὁρμιατόνος.

Greek (Liddell-Scott)

ὁρμῑηβόλος: -ον, ὁ ῥίπτων ὁρμιάν, Ἀνθ. Π. 6. 196., 7. 693.

Greek Monolingual

ὁρμιηβόλος, ὁ (Α)
(ποιητ. τ.) αυτός που ρίχνει στη θάλασσα την ορμιά, δηλ. ο ψαράς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁρμιά + -βόλος (< βάλλω)].

Greek Monotonic

ὁρμῐηβόλος: -ον (βάλλω), αυτός που ψαρεύει ρίχνοντας πετονιές, σε Ανθ.

Middle Liddell

ὁρμῑη-βόλος, ον, βάλλω
throwing a line, Anth.