ὑπομνηματισμός

From LSJ
Revision as of 18:53, 25 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")

τους φίλους λόγων τέχναιν επαίδευσας → Using 2 artifices, you educated (taught) those who love rhetoric.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπομνημᾰτισμός Medium diacritics: ὑπομνηματισμός Low diacritics: υπομνηματισμός Capitals: ΥΠΟΜΝΗΜΑΤΙΣΜΟΣ
Transliteration A: hypomnēmatismós Transliteration B: hypomnēmatismos Transliteration C: ypomnimatismos Beta Code: u(pomnhmatismo/s

English (LSJ)

ὁ, A memorandum, of a shoppinglist, PFreib.ap.Wilcken ad UPZ62.12 (Ptolemaic); minute, Plb.23.2.4, 25.4.5; royal decree, OGI262.3 (Baetocaece); στρατηγοῦ (in Roman Egypt) his official diary, in plural, Sammelb.7404 ii 31 (ii A. D.), Wilcken Chr.41i1, iv 1, VI (iii A. D.); of other officials, e. g. ἐπιστρατήγου PSI10.1100.1 (ii A. D.); ἀναγραφὴ -ισμῶν list (register) of records, PLips.123.2 (ii A. D.); a decree of the Areopagus, because these were kept as written records, Cic.Fam.13.1.5, Att.5.11.6, IG 22.3952,4012, 42(1).83.18 (Epid., i A. D.), SIG1008.2 (Eleusis, iii A. D.). b note-taking, Ath.Med. ap. Orib.inc.21.6. 2 = ὑπόμνημα 11.3, memoirs, annals, Plb.2.40.4; treatise, Phld.Rh.1.120 S., al., Stob.2.7.5, etc. 3 commentary on an author, Eust.746.29.

German (Pape)

[Seite 1226] ὁ, 1) das Aufschreiben, bes. geschichtlicher Memoiren, Pol. 2, 40, 4. 24, 2,4. Im plur. bes. Erklärungsschrift über einen Schriftsteller, Commentar, D. Hal., Eustath. u. a. Gramm. – 2) ein Beschluß des Areopags, weil diese schriftlich aufgezeichnet wurden, Cic. famil. 13, 1 Att. 5, 11.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
décision enregistrée, particul. décision judiciaire de l'Aréopage.
Étymologie: ὑπομνηματίζομαι.

Russian (Dvoretsky)

ὑπομνημᾰτισμός:
1 записи, летопись Polyb.;
2 письменное решение Ареопага Cic.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπομνημᾰτισμός: ὁ, σημείωσις, ὑπόμνημα, Πολύβ. 24. 2, 4., 26. 7, 5, Συλλ. Ἐπιγρ. 4474. 16· - ἀπόφασις τοῦ Ἀρείου Πάγου, ἐπειδὴ αἱ ἀποφάσεις αὗται ἦσαν γραπταὶ ἢ ἐτηροῦντο γραπταί, Κικ. Fam. 13. 1, 5, πρὸς Ἀττ. 5. 11, 6. 2) = ὑπόμνημα, ΙΙ. 3, ἀπομνημονεύματα, χρονικά, Πολύβ. 2. 40, 4· φιλολογικὰ ὑπομνήματα, Στοβ. Ἐκλογ. 2. 90, κλπ. 3) σχόλια ἑρμηνευτικὰ εἰς συγγραφέα, Εὐστ. 746. 30.

Greek Monolingual

ο / ὑπομνηματισμός, ΝΜΑ ὑπομνηματίζω, -ομαι]]
νεοελλ.-μσν.
συγγραφή ερμηνευτικών σχολίων σε κείμενα, σχολιασμός
αρχ.
1. γραπτό σημείωμα, υπόμνημα
2. κάθε έγγραφο στο οποίο αναφέρεται κάτι
3. γραπτή απόφαση βασιλιά
4. γραπτή απόφαση του Αρείου Πάγου
5. στον πληθ. οἱ ὑπομνηματισμοί
α) καταχώριση γεγονότων σε επίσημο έγγραφο, σύνταξη πρακτικών
β) απομνημονεύματα
γ) πραγματείες
δ) (γενικά) καταγραφή σημειώσεων.