ξυλοφορία
From LSJ
θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)
English (LSJ)
ἡ, A wood-carrying, Lys.Fr.325 S. II wood-offering, LXX Ne.10.34(35).
German (Pape)
[Seite 281] ἡ, das Holztragen; Lys. bei Poll. 7, 131; LXX.
Russian (Dvoretsky)
ξῠλοφορία: ἡ носка дров Lys.
Greek (Liddell-Scott)
ξῠλοφορία: ἡ, τὸ φέρειν ξύλα, Λατ. lignatio, Λυσ. παρὰ Πολυδ. Ζ΄, 131.
Greek Monolingual
ξυλοφορία, ἡ (ΑΜ) ξυλοφόρος
μεταφορά ξύλων
αρχ.
προσφορά ξύλων («καὶ κλήρους ἐβάλομεν περὶ κλήρου ξυλοφορίας», ΠΔ).