ἀποδοχεῖον
From LSJ
τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)
English (LSJ)
τό, A storehouse, LXX Si.1.17. 2 cistern, ib.50.3; also ἀποδόχιον PHib.1.85 (iii B. C.), BCH1.55 (Tralles).
Spanish (DGE)
-ου, τό
• Alolema(s): ἀποδόχιον BCH 1.55 (Tralles), pap.
1 almacén de productos agrícolas, LXX Si.1.17, PRev.Laws 31.19, de vino PRev.Laws 32.2, de aceite PRev.Laws 54.18
•granero, PHib.85.21 (III a.C.).
2 cisterna ὑδάτων LXX Si.50.3.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποδοχεῖον: τό, ἀποθήκη, τὰ ἀποδοχεῖα Ἑβδ. (Σειρ. α΄, 17), ὑδροθήκη, ἀποδοχεῖα ὑδάτων αὐτόθι λθ΄, 22.
Greek Monolingual
ἀποδοχεῖον, το (Α) αποδοχεύς
1. η αποθήκη
2. η στέρνα.