ἐξωτέρω
καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)
English (LSJ)
Adv., Comp. of ἔξω, more outside, δρόμου ἐ. A.Ch.1023, cf. Arist.Metaph.1055a25, LXX Jb.18.17, etc.:—hence later, Adj. ἐξώτερος, outer, LXX Ex.26.4, etc., Ev.Matt.8.12; ξυστός POxy.896.14 (iv A.D.).
French (Bailly abrégé)
v. ἔξω.
Russian (Dvoretsky)
ἐξωτέρω: adv. compar. к ἔξω II: ἐ. ἀποκάμπτειν τοῦ τέρματος Arst. обогнуть конечный столб (на ристалище) довольно широким кругом.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξωτέρω: Ἐπίρρ. συγκρ. τοῦ ἔξω, πλέον ἔξω, ἡνιοστρόφου δρόμου ἐξωτέρω Αἰσχύλ. Χο. 1023· ὡσαύτως ἐν Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 9. 4, 5: - Ἐντεῦθεν ἐπίθ. ἐξώτερος, α, ον, ὁ πλέον ἔξω ὤν, τῆς αὐλαίας τῆς ἐξωτέρας Ἑβδ. (Ἔξοδ. κϛʹ, 4)· σκότος τὸ ἐξώτερον, τὸ σκότος τὸ ἔξω τῶν ὁρίων τῶν καταλαμπομένων ὑπὸ τοῦ θείου φωτὸς βασιλείων τοῦ Χριστοῦ, Εὐαγγ. κ. Ματθ. η΄, 12, κβ΄, 3, κδ΄, 307· «σκότος δὲ τὸ ἐξώτερον, τόπος ἐστὶ κολάσεως χαλεπωτάτης» Εὐθ. Ζυγαβηνοῦ Ἑρμην., κτλ., τ. 1. σ. 153, ἔκδ. Φαρμακίδου. - Ἐπίρρ. ἐξωτέρως, ἐξωτερικῶς, Μακάριος 484Β.
Greek Monotonic
ἐξωτέρω: επίρρ., συγκρ. του ἔξω, πιο έξω, περισσότερο έξω, με γεν., σε Αισχύλ.· από όπου επίθ., ἐξώτερος, εξωτερικός, σε Καινή Διαθήκη