ἐντιναγμός
From LSJ
ἐκ Χάεος δ' Ἔρεβός τε μέλαινά τε Νὺξ ἐγένοντο... (Hesiod's Theogony 123) → From Chasm, Erebos and black Night came to be...
English (LSJ)
ὁ, shaking, LXX Si.22.15 (v.l. ἐντίναγμα, as in Sch. Od.17.231).
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
choque, golpe brusco φύλαξαι ἀπ' αὐτοῦ ... οὐ μὴ μολυνθῇς ἐν τῷ ἐντιναγμῷ αὐτοῦ apártate de él (del cerdo) no sea que te manches al chocar con él LXX Si.22.13.
German (Pape)
[Seite 856] ὁ, das Daraufstoßen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐντῐναγμός: ὁ, τίναγμα, Ἑβδ. (Σειράχ. ΚΒ΄, 13· μετὰ διαφ. γραφ. ἐντίναγμα).
Greek Monolingual
ἐντιναγμός, ο (Α)
1. το τίναγμα
2. ασύνετος λόγος, απερίσκεπτη πράξη.