πάμβοτος

From LSJ
Revision as of 21:14, 9 November 2022 by Spiros (talk | contribs)

ὥστεβίος, ὢν καὶ νῦν χαλεπός, εἰς τὸν χρόνον ἐκεῖνον ἀβίωτος γίγνοιτ' ἂν τὸ παράπαν → and so life, which is hard enough now, would then become absolutely unendurable

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πάμβοτος Medium diacritics: πάμβοτος Low diacritics: πάμβοτος Capitals: ΠΑΜΒΟΤΟΣ
Transliteration A: pámbotos Transliteration B: pambotos Transliteration C: pamvotos Beta Code: pa/mbotos

English (LSJ)

ον, all-nourishing, ἄλσος A.Supp.558 (lyr.), cf. Fr.99.

German (Pape)

[Seite 453] allernährend, Aesch. Suppl. 563.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui nourrit tout le monde, plantureux.
Étymologie: πᾶν, βόσκω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πάμβοτος -ον [πᾶς, βόσκω] allen voedend.

Russian (Dvoretsky)

πάμβοτος: питающий всех: δῖον πάμβοτον ἄλσος Aesch. = Αἴγυπτος.

Greek (Liddell-Scott)

πάμβοτος: -ον, ὁ τοὺς πάντας τρέφων, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 559.

Greek Monolingual

πάμβοτος, -ον (Α)
αυτός που τρέφει τους πάντες («Διὸς πάμβοτον ἄλσος», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + -βοτος (< θ. βο- του βόσκω), πρβλ. πολύ-βοτος].