δυσεξεύρετος

From LSJ
Revision as of 13:15, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

ἄλογον δὴ τὸ μήτε μάχης ἄρξασθαι μήτε τοὺς φίλους φυλάξαι, ἐὰν ὑπό γε τῶν βαρβάρων ἀδικῆσθε → It is irrational neither to begin battle nor to guard the friends, if you are ever wronged by the foreigners

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῠσεξεύρετος Medium diacritics: δυσεξεύρετος Low diacritics: δυσεξεύρετος Capitals: ΔΥΣΕΞΕΥΡΕΤΟΣ
Transliteration A: dysexeúretos Transliteration B: dysexeuretos Transliteration C: dysekseyretos Beta Code: duseceu/retos

English (LSJ)

ον, hard to find out, Id.HA611a26, Plu.2.407f.

Spanish (DGE)

-ον
difícil de encontrar, τόποι Arist.HA 611a26, σπήλαια D.C.Epit.8.18.14, c. dat. de pers. θῆκαι ... δυσεξεύρετοι μακρὰν ἀπαίρουσι τῆς Ἑλλάδος Plu.2.407f
fig. difícil de descubrir, recóndito πάθη Mac.Aeg.Serm.C 7.1
difícil de inventar c. dat. de pers. πολλὰ ... τοῖς ἄλλοις δυσεξεύρετα D.S.30.20.

German (Pape)

[Seite 679] schwer aufzufinden; τόποι Arist. H. A. 9, 5 u. Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
difficile à trouver.
Étymologie: δυσ-, ἐξευρίσκω.

Russian (Dvoretsky)

δυσεξεύρετος: с трудом находимый, скрытый, потаенный (τόποι Arst.; θεῶν ἱερά Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

δυσεξεύρετος: -ον, δυσκόλως ἐξευρισκόμενος ἢ ἀνακαλυπτόμενος, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 5, 3, Πλούτ. 2. 407F.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM δυσεξεύρετος, -ον)
αυτός που δύσκολα ανακαλύπτεται ή ερευνάται («ἡρώων ἀπόρρητοι θῆκαι δυσεξεύρετοι», Πλούτ.)
νεοελλ.
1. δυσκολοκατόρθωτος
2. αυτός τον οποίο δύσκολα εξευρίσκει ή προμηθεύεται κάποιος.