δυσλόγιστος
μέτρον γὰρ τοῦ βίου τὸ καλόν, οὐ τὸ τοῦ χρόνου μῆκος → for life's measure is its beauty not its length (Plutarch, Consolatio ad Apollonium 111.D.4)
English (LSJ)
ον, A hard to compute, Anaximen. ap. Stob.2.8.17, Plu.2.981e, Gal.18(2).631, D.C.73.15. II Act., ill-calculating, misguided, χείρ S.Aj.40.
Spanish (DGE)
-ον
1 insensato χείρ S.Ai.40.
2 difícil de razonar, para lo que no hay explicación lógica, de donde tb. incomprensible τὸ γὰρ δ. τοῦ βίου ... τύχην προσαγορεύειν εἰώθαμεν Anaximen.31, διὰ τίνα μέντοι τὴν αἰτίαν τοῦτο γίνεται, δ. εἶναί φησιν Chrysipp.Stoic.3.118, cf. Plu.2.981e, βιβλία Ἱπποκράτους Gal.18(2).631, op. ἁπλοῦς D.C.73.15.1.
German (Pape)
[Seite 683] eigtl. schwer zu berechnen, unbegreiflich, Soph. Ai. 40 u. Sp.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui calcule ou qui raisonne mal, déraisonnable;
2 difficile à calculer.
Étymologie: δυσ-, λογίζομαι.
Russian (Dvoretsky)
δυσλόγιστος:
1 досл. бессмысленный, перен. безрассудно действующий (χείρ Soph.);
2 неисчислимый, неопределимый (αἰτία Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
δυσλόγιστος: -ον, δυσκολολογάριαστος, Ἀναξίμ. παρὰ Στοβ. Ἐκλογ. 2. σ. 236, Γαλην. ΙΙ. ἐνεργ., κακῶς ὑπολογίζων, ἀλόγιστος, χεὶρ Σοφ. Αἴ. 40.
Greek Monolingual
δυσλόγιστος, -ον (Α)
1. αυτός που δύσκολα υπολογίζεται ή εξακριβώνεται
2. δυσνόητος
3. ενεργ. κακός στους υπολογισμούς του.
Greek Monotonic
δυσλόγιστος: -ον (λογίζομαι), μη υπολογισμένος σωστά, σε Σοφ.
Middle Liddell
δυσ-λόγιστος, ον λογίζομαι
ill-calculating, Soph.