νηΐτης
From LSJ
κείνους δὲ κλαίω ξυμφορᾷ κεχρημένους (Euripides' Medea 347) → I weep for those who have suffered disaster
English (LSJ)
[ῑ], ου, ὁ, of or belonging to a ship, consisting of ships, ν. στρατός a fleet, Th.2.24, 4.85; στόλος A.R.4.239, etc.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. masc.
naval, maritime ; στρατὸς νηΐτης THC armée de débarquement.
Étymologie: ναῦς.
Greek Monotonic
νηΐτης: [ῑ], -ου, ὁ (ναῦς), αυτός που ανήκει σε πλοίο, αυτός που αποτελείται από πλοία· στρατὸς νηίτης, στόλος, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
νηΐτης: ου (ῑ) adj. m ναῦς морской (στρατός Thuc.; στόλος Anth.).
German (Pape)
ὁ, = νήϊος; στρατός, Schiffsheer, Thuc. 2.24, 3.85, wie στόλος, die Flotte, Antiphil. 18 (VII.379); Ael. V.H. 5.10.