λήσμων

From LSJ
Revision as of 06:55, 8 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "[πρβλ. " to "[πρβλ. ")

Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut

Menander, Monostichoi, 66
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λήσμων Medium diacritics: λήσμων Low diacritics: λήσμων Capitals: ΛΗΣΜΩΝ
Transliteration A: lḗsmōn Transliteration B: lēsmōn Transliteration C: lismon Beta Code: lh/smwn

English (LSJ)

ον, gen. ονος, (λήθω) unmindful, Them.Or.22.268c.

Greek (Liddell-Scott)

λήσμων: -ον, γεν. -ονος, (λήθω) ἐπιλήσμων, μὴ σκεπτόμενος περί τινος, ἀδιάφορος, Θεμίστ. 268C.

Greek Monolingual

λήσμων, -ον (Α)
επιλήσμων, ξεχασιάρης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λᾱθ-μων (< θ. λᾱθ- του λανθάνω, [πρβλ. λήθη + επίθημα -μων), πρβλ. γνώμων, τλήμων. Το -σ- του τ. αναλογικά προς τους άλλους του λανθάνω με -σ- (πρβλ. λήστις)].

German (Pape)

ον, vergessend, vergeßlich, erst Sp., wie Themist., τινός.