νοοπλήξ
From LSJ
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
English (LSJ)
ῆγος, ὁ, ἡ, = νοόπληκτος (palsying the mind), ἀτασθαλίαι Tryph. 275.
Greek (Liddell-Scott)
νοοπλήξ: -ῆγος, ὁ, ἡ, = τῷ προηγ., Τρυφιόδ. 275.
Greek Monolingual
νοοπλήξ, -ῆγος, ὁ και ἡ (Α)
νοόπληκτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόος / νοῦς + πλήξ, -ῆγος (< πλήσσω), πρβλ. κυματοπλήξ, λινοπλήξ].
German (Pape)
ῆγος, = νοόπληκτος, ἀτασθαλίαι, Tryphiod. 275.