μοιμύλλω
From LSJ
English (LSJ)
= θηλάζω, ἐσθίω, Hsch.; = μοιμυάω, Com.Adesp.1080, Hsch., Phot.; hence restored (= eat) in Hippon.80.
Greek Monolingual
μοιμύλλω και μοιμυλλῶ, -άω (Α)
1. μοιμυώ
2. (κατά τον Ησύχ.) θηλάζω, εσθίω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύλλω «συντρίβω, αλέθω» με εκφραστικό διπλασιασμό μοι- (< μολμύλλω με ανομοιωτική τροπή του -λ- σε -ι-, πρβλ. δαι-δάλλω < δαλ-δάλλω)].
Frisk Etymological English
German (Pape)
s. μύλλω.