μαιεύτρια
From LSJ
Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσος → Medicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last
English (LSJ)
ἡ, midwife, S.Fr.99, Gal.Nat.Fac.3.3.
German (Pape)
ἡ, fem. zu μαιευτής, Hebamme, Soph. frg. 86 bei B.A. 108.31.
Russian (Dvoretsky)
μαιεύτρια: ἡ Soph. = μαῖα 4.
Greek (Liddell-Scott)
μαιεύτρια: ἡ, (ἄνευ ἀρσεν. μαιευτήρ), μαῖα, Σοφ. Ἀποσπ. 86.
Greek Monolingual
η (AM μαιεύτρια)
η μαία
νεοελλ.
η μαιευτήρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαιεύομαι + επίθημα -τρια].