διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
Full diacritics: λιστρωτός | Medium diacritics: λιστρωτός | Low diacritics: λιστρωτός | Capitals: ΛΙΣΤΡΩΤΟΣ |
Transliteration A: listrōtós | Transliteration B: listrōtos | Transliteration C: listrotos | Beta Code: listrwto/s |
λιστρωτή, λιστρωτόν, levelled, ἅλω δρόμος Nic.Th.29.
λιστρωτός, -ή, -όν (Α) λίστρον
ομαλός, ισοπεδωμένος («λιστρωτὸς ἅλω δρόμος», Νίκ.).