θεόρρυτος
From LSJ
προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions
English (LSJ)
ον, flowing from the gods, λύθρος Opp.H.5.9.
Greek (Liddell-Scott)
θεόρρῠτος: -ον, ῥέων, προερχόμενος ἐκ θεοῦ, ὄμβρος Ὀππ. Ἁλ. 5. 9.
Greek Monolingual
θεόρρυτος, -ον (AM)
αυτός που προέρχεται από θεό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + -ρρυτος (< ρέω), πρβλ. μελίρρυτος, χρυσόρρυτος].
German (Pape)
von Gott herfließend; Vetera Lexica; Opp. Hal. 5.9.