ἰθύρροπος
From LSJ
κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)
English (LSJ)
[ῑ], ον, (ῥοπή) hanging perpendicularly, Hp.Art.44.
Greek (Liddell-Scott)
ἰθύρροπος: ῑ, ον, (ῥοπὴ) κρεμάμενος καθέτως, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 809.
Greek Monolingual
ἰθύρροπος, -ον (Α)
αυτός που κρέμεται κάθετα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰθύς (Ι) + -ρροπος (< ροπή), πρβλ. ετερόρροπος, ισόρροπος].
German (Pape)
sich gerade senkend, Hippocr.