μακραγορία
From LSJ
English (LSJ)
Doric for μακρηγορία (long-windedness, tediousness).
English (Slater)
μᾰκρᾱγορία long story εἰμὶ δ' ἄσχολος ἀναθέμεν πᾶσαν μακραγορίαν λύρᾳ (P. 8.30)
Russian (Dvoretsky)
μακρᾱγορία: ἡ дор. = μακρηγορία.
German (Pape)
Dor. für μακρηγορία, Pind. P. 8.3.